τσαλαπετεινός — ο το πουλί «έποπας», κουκουλοπετεινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σάτρες — Ημιορεινός οικισμός (249 κάτ., υψόμ. 260), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (149 τ. χλμ., 1391 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά, Ακραίος (145 κάτ., υψόμ. 380), Γιδότοπος (107 κάτ., υψόμ. 500),… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
έποπος — ἔποπος, ὁ (Μ) [έποψ] έποψ, τσαλαπετεινός … Dictionary of Greek
έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… … Dictionary of Greek
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek
εποπίδες — οι πτηνά τής τάξης τών κορακιομόρφων με κυρτό ράμφος, πολύχρωμα φτερά και λοφίο στο κεφάλι (γνωστότερο είδος ο έποψ, ο τσαλαπετεινός) … Dictionary of Greek
κορακιόμορφα — τα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία εντάσσονται γνωστά πουλιά τής εύκρατης και τής τροπικής ζώνης, όπως είναι η αλκυόνα, ο μελισσοφάγος, ο τσαλαπετεινός, η χαλκοκουρούνα και τα εξωτικά καλάο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
κουκούφας — κουκούφας, ὁ (Α) τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με αρχ. ινδ. kukkubha «φασιανός» και λατ. cucubio «(για κουκουβάγια) κραυγάζω»] … Dictionary of Greek
παρδαλέχτορας — ο κοινή ονομασία τού πτηνού έποψ, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρδαλός + αλέχτορας / αλέκτορας, με απλολογία] … Dictionary of Greek